- ανειρήνευτος
- η , ο1) непримиримый; 2) не знающий мира, покоя; находящийся в тревоге; 3) сварливый; скандальный; склочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824 1893)] … Dictionary of Greek
ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν περνά τις μέρες του ειρηνικά: Ζούσε σε ανειρήνευτο αγώνα με τον ίδιο του εαυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)